Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020

Λυπάμαι, αλλά δεν λυπόμουν τη Μεγάλη Παρασκευή...

Υπάρχει ένα σχετικά συνηθισμένο μοτίβο σε παραμύθια, μύθους, ιστορίες και σενάρια:
Ο πρωταγωνιστής θυσιάζει τη ζωή του για να σώσει όλους τους υπόλοιπους. Το χωριό από βαρβάρους, την πόλη από θανάσιμο ιό, τον πλανήτη από μετεωρίτη.
Και αφού  θαυμάσουμε την αυτοθυσία του και στεναχωρηθούμε για τον ηρωικό θάνατό του, μαθαίνουμε αργότερα στην ιστορία ότι ο ήρωάς μας είναι ζωντανός. Ένας απίθανο συμβάν, μια έξοδος της τελευταίας στιγμής, ένας «από μηχανής Θεός», του έσωσε τη ζωή.

Ακούγοντας την ιστορία και μέχρι να μάθουμε ότι ο ήρωας είναι ζωντανός, προφανώς στεναχωριόμαστε με τον θάνατό του. Περνούμε στιγμές θλίψης, μέχρι τη στιγμή που μαθαίνουμε ότι είναι ζωντανός τελικά.

Τι συμβαίνει όμως την επόμενη φορά που ακούμε την ίδια ιστορία; Την μεθεπόμενη; Την δέκατη πέμπτη; Μπορεί κανείς να στεναχωρηθεί ειλικρινά έστω και για δεύτερη φορά, γνωρίζοντας ότι ο ήρωας είναι ζωντανός; Δύσκολα θα έλεγα.

Το παραπάνω θέμα με προβλημάτισε από μικρό τη Μεγάλη Εβδομάδα. Από παιδί έλεγα, «μα αφού θα αναστηθεί, γιατί στεναχωριόμαστε;» Οι απαντήσεις που μου έδιναν, δεν με κάλυπταν. Έπρεπε «να συμπάσχω στο Θείο Δράμα», «να κλάψω που θυσιάστηκε για μένα», «να ντρέπομαι που ρωτάω τέτοια πράγματα Μεγαλοβδομαδιάτικα».
Δεν καταλάβαινα. Ναι, ήταν στενάχωρη η όλη διήγηση, τα πάθη του Χριστού από τη σύλληψη μέχρι να αφήσει την «τελευταία» του πνοή στον σταυρό, αλλά ήξερα ότι θα αναστηθεί μεγαλοπρεπώς. Ότι η σταύρωση ήταν μέρος του Θεϊκού σχεδίου, προφητεία που επαληθευόταν. Ότι την ώρα της σταύρωσης άνοιξε η γη και βγήκαν οι νεκροί, αποδεικνύοντας σε όλους το ποιος ήταν. Ότι ο ένοχος Ιούδας τιμωρήθηκε, αυτοκτονώντας από τις ενοχές του. Ήξερα ότι το Πάσχα ήταν χαράς ευαγγέλια για εμάς τους Χριστιανούς.
Πώς μπορούσα λοιπόν να λυπάμαι κάθε Μεγάλη Πέμπτη και Παρασκευή; Δεν μπορούσα. Κάποιες φορές συγκινήθηκα από την αρμονία των ύμνων, από την εικόνα της Παναγίας που βλέπει το παιδί της στον σταυρό. Αυτό όμως ήταν πρόσκαιρο και συγκυριακό. Ποιος δεν συγκινείται από «μινόρε» χορωδιακούς ύμνους, από τον πόνο μιας μάνας; Μέχρι κάποια ηλικία ένιωθα ένοχος που δεν μπορούσα να «συμπάσχω» με τον Χριστό όσο θα έπρεπε. Μετά αποφάσισα ότι ίσως οι άλλοι το έπαιρναν πολύ σοβαρά, παραβλέποντας το νόημα που ήταν το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης. Ήμουν 13-14 χρονών, έπρεπε να ζω χαρούμενα. Ήταν και κάτι ακόμη που μου έκανε εντύπωση. Η θλίψη κρατούσε μέχρι το βράδυ της Παρασκευής. Το Σάββατο το πρωί ήταν όλα χαρούμενα, απλώς νηστεύαμε ακόμη. Γιατί; Ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί ακόμη.

Πού θέλω να καταλήξω; Η αναγκαστική θλίψη της Μεγάλης Παρασκευής, είναι ένα ακόμη παράδειγμα του πώς η πίστη σε ένα Δόγμα, μπορεί να οδηγήσει σε γνωστική ασυμφωνία και ενοχές, τραυματίζοντας ίσως τον ψυχισμό του πιστού που νιώθει ανίκανος να κάνει δυνατά, όσα αδύνατα τον προστάζει η πίστη του.