Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Οι απιθανες ιδιότητες του Θεού

 Οι Γραφές και οι ερμηνευτές τους παρουσιάζουν τον Θεό ως μια απόλυτη υπερδύναμη, αέναη και άυλη, «πνευματική». Δεν υπάρχει τίποτε αδύνατο γι’ αυτόν. Είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, παντογνώστης, παντοδύναμος, πανάγαθος, πάνσοφος, δίκαιος, αιώνιος, αναλλοίωτος [1]. Προγενέστερος και άπειρα μεγαλύτερος από το σύμπαν, βρίσκεται μέσα και ταυτόχρονα έξω από αυτό. Γνωρίζει και ορίζει κάθε υποατομικό σωματίδιο του σύμπαντος και ταυτόχρονα ασχολείται με τις πράξεις και τις σκέψεις των ανθρώπων που ο ίδιος δημιούργησε και κρίνει την αιώνια τύχη των ψυχών τους, ενώ ξέρει εκ των προτέρων την κατάληξή τους.

 Η ιδέα ότι υπάρχει πραγματικά μια τέτοια συγκροτημένη υπερδύναμη και υπερδιάνοια και μάλιστα είναι πάνσοφη και πανάγαθη, κρύβει διάφορα προβλήματα. Ποια είναι η φύση της; Από τι αποτελείται; Πώς μπορεί να υπήρχε από πάντα ένας νους τέτοιου μεγέθους; Ακόμη και αν δεν υπήρχε από πάντα, πώς δημιουργήθηκε; Πώς απέκτησε και πώς διατηρεί τη συνοχή του; Γιατί κάνει συλλογισμούς αφού γνωρίζει τα πάντα; Γιατί να εκκινήσει το σύμπαν μας, αφού ξέρει την εξέλιξή του; Γιατί διάλεξε τόσο ασαφείς τρόπους να επικοινωνήσει μαζί μας; Και προπάντων, γιατί να δημιουργήσει ανθρώπους με αιώνιες ψυχές, αφού ήξερε ότι κάποιες από αυτές θα καταλήξουν στην Κόλαση, μακριά του; Πώς επιτρέπει να συμβαίνει οτιδήποτε κακό, ενώ είναι παντοδύναμος και πανάγαθος;
Οι πιστοί δέχονται χωρίς δεύτερη σκέψη το εξαιρετικά απίθανο αφήγημα της προαιώνιας ύπαρξης ή της τυχαίας εμφάνισης από το μηδέν ενός αχανούς σκεπτόμενου όντος. Δυσκολεύονται όμως να δεχθούν ότι το σύμπαν, και στη συνέχεια η ζωή και ο άνθρωπος, προέκυψαν από μια εξαιρετικά μακροχρόνια και πολύπλοκη αλλά απόλυτα εξηγήσιμη και φυσική διαδικασία κοσμογονίας και Εξέλιξης. Ό,τι και να «προϋπήρξε» του Big Bang, δεν αφορά καθόλου τον χωροχρόνο του δικού μας σύμπαντος [2].

Έστω όμως και με κάποιον τρόπο που ξεπερνά τις δυνατότητες αντίληψής μας, ένα τέτοιο φανταστικό ον υπάρχει. Για να δημιουργήσει οτιδήποτε και πολύ περισσότερο κάτι τόσο πολύπλοκο όσο το σύμπαν, θα πρέπει να έχει επιθυμίες, περιέργεια, σκοπό. Ένας παντοδύναμος θεός όμως δεν έχει επιθυμίες, επειδή δεν του λείπει τίποτε. Ένας παντογνώστης θεός δεν έχει απορίες, επειδή γνωρίζει τα πάντα. Δεν έχει σκοπό, επειδή ο σκοπός απαιτεί χρονική εξέλιξη, και για τον Θεό είναι όλα γνωστά, έχουν όλα ήδη συμβεί. Γι’ αυτόν, το σύμπαν είναι βιβλίο που έγραψε και έβαλε στη βιβλιοθήκη του. Μια ακίνητη θολούρα όλων όσων προέκυψαν και θα προκύψουν από το Big Bang μέχρι το τέλος του χωροχρόνου με τον θερμικό θάνατο του σύμπαντος. Κι όμως, οι πιστοί θεωρούν ότι ο Θεός τούς παρακολουθεί και τους προσέχει καθημερινά, ευνοώντας τους ή «δίνοντας τους μαθήματα» όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν κατ’ ευχήν. Ότι οι προσευχές τους, δηλαδή οι σκέψεις μέσα στον εγκέφαλό τους, μπορούν να πείσουν μια ανώτερη δύναμη να αλλάξει την εξέλιξη της ήδη διαγεγραμμένης γι’ αυτήν πραγματικότητας. 


Ας δεχθούμε όμως, ότι όντως κάποιος δημιουργός έφτιαξε αυτό το σύμπαν και ηθελημένα «έπλασε» και τη ζωή στη Γη. Ένας πανάγαθος θεός δεν θα δημιουργούσε πλάσματα που χρειάζεται να σκοτώσουν και να φάνε το ένα το άλλο για να ζήσουν. Δεν θα επέτρεπε να υπάρχει ούτε μια στιγμή πόνου, αγωνίας και φόβου για κανένα ον. Κι όμως. Παντού στη φύση, κάθε στιγμή, εκατομμύρια πλάσματα περνούν αγωνιώδεις τελευταίες στιγμές πριν γίνουν το γεύμα κάποιου άλλου.

Ένας πανάγαθος και δίκαιος θεός δεν θα άφηνε τα δημιουργήματά του να βασανίζονται και να σκοτώνονται μεταξύ τους. Δεν θα στεκόταν αμέτοχος μπροστά σε κακοποιήσεις και βασανιστικές ασθένειες αθώων παιδιών. Δεν θα υποσχόταν δικαιοσύνη μετά θάνατον. Θα φρόντιζε να είναι δίκαια τα πράγματα από την αρχή. Δεν θα θεωρούσε δίκαιη τιμωρία την αιώνια καταδίκη, για «αμαρτίες» όπως η ομοφυλοφιλία, οι κραιπάλες ή η συζυγική απιστία [3]. Δεν θα επέβαλε άπειρη τιμωρία για πεπερασμένα «εγκλήματα».  Προπάντων και εξ’ ορισμού, ένας πανάγαθος θεός δεν θα είχε δημιουργήσει το Κακό, τον έκπτωτο άγγελο, γνωρίζοντας ότι θα παρασύρει αμέτρητες ψυχές στην «αιώνια φωτιά». Και φυσικά δεν θα δημιουργούσε τον άνθρωπο, γνωρίζοντας ότι εκατομμύρια ψυχές θα καταδικαστούν σε αιώνια Κόλαση. Ένας πανάγαθος και πάνσοφος θεός θα έφτιαχνε έναν αιώνιο παράδεισο για όλα τα πλάσματά του, από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο.


Ένας πιστός θα δώσει πολλές και διαφορετικές ερμηνείες και εξηγήσεις για όλα τα παραπάνω, καθώς πολλές φορές η πραγματικότητα έρχεται σε σύγκρουση με τις Γραφές. Πώς λες σε γονείς παιδιού που υποφέρει από ανίατη ασθένεια, «έχει ο Θεός το σχέδιό του», «υπάρχει ένα μάθημα σ’ αυτό που συμβαίνει»; Κάτι τέτοιες στιγμές, η γνωστική ασυμφωνία φέρνει σε μια αδύνατη κατάσταση τον πιστό, που καταφεύγει στο «άγνωσται αι βουλαί», δυσφορεί ψυχολογικά προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αντίφαση, ή χάνει τελικά την πίστη του.
Είναι ανακουφιστικό όταν -μετά το πρώτο σοκ- συνειδητοποιείς ότι δεν φταίει ο Θεός ή ο Διάβολος, επειδή κανείς τους δεν υπάρχει για να επηρεάζει τα πράγματα που απλώς συμβαίνουν. Πως στην πραγματικότητα το σύμπαν συνεχίζει την πορεία του ακολουθώντας απαρέγκλιτα τους φυσικούς νόμους. Τους νόμους των πιθανοτήτων. Καμία «πνευματική» παρέμβαση δεν επηρεάζει ποτέ τη ζωή μας, ή την εξέλιξη των πραγμάτων. Καμία θεότητα δεν παρακολουθεί τι κάνουμε στον εαυτό μας ή στον συνάνθρωπο, ούτε μας κρίνει για τη διατροφή και τη «διαστροφή» μας. Τη δικαιοσύνη την ορίζουν και την αποδίδουν η συνείδηση, οι κοινωνίες και οι νόμοι, όχι κάποιο χέρι από ψηλά. Οι θεότητες είναι η ελπίδα του ανθρώπου για μια πατρική ή μητρική φιγούρα, για μια συνέχεια μετά τον θάνατο. Όλοι οι θεοί υπάρχουν μόνο μέσα στα ιερά βιβλία που τους περιγράφουν.


Προσωπικά δεν «κατηγορώ» τον Θεό για κάτι, επειδή απλώς τον θεωρώ εξίσου ανύπαρκτο όπως κάθε τι παραφυσικό. Δημιούργημα της ανθρώπινης φαντασίας. Στην προσπάθεια να παρουσιαστεί ως το υπέρτατο ον, του αποδόθηκαν ιδιότητες που είτε είναι αδύνατον να υπάρχουν, είτε  αλληλοαναιρούνται. Ακόμη κι αν κάποια εξωτερική υπερδιάνοια ξεκίνησε κάποτε το σύμπαν μας, αυτή δεν είναι του αβρααμικού θεού ή άλλων ανθρώπινης επινόησης θεών και θεοτήτων, ούτε ασχολείται ποτέ μαζί μας. Αν θέλουμε να συμβεί κάτι καλό, πρέπει να το κάνουμε μόνοι μας. Και αν κάνουμε κάτι κακό, πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη των πράξεών μας.


Παραπομπές:

[1] Οι ιδιότητες του Θεού https://xfd.gr/keimena/%CE%B5%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1/%CE%B4%CE%BF%CE%B3%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE/%CE%BF%CE%B9-%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CF%8D/


[2] Τι υπήρχε πριν το Big Bang
https://www.livescience.com/65254-what-happened-before-big-big.html


[3] Προς Κορινθίους Α 6,9. Ποιοι δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/07.%20KorA.htm



Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

«Δεν ξέρω - Συγνώμη - Έκανα λάθος»

 Από τη στιγμή που αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο γύρω μας, θεωρούμε τους γονείς μας παντοδύναμους και παντογνώστες. Όντως, οι γονείς καταφέρνουν να έχουν υπεράνθρωπα ανεξάντλητες δυνάμεις και αντοχές για τα παιδιά τους. Δεν έχουν όμως ανεξάντλητες γνώσεις. Κι ένα παιδί που ρωτάει, «γιατί μαμά;» δεν μπορεί να δεχθεί το «δεν ξέρω» ως απάντηση. Η μαμά και ο μπαμπάς πρέπει να τα ξέρουν όλα. Μπροστά στα απανωτά ερωτήματα ο γονιός προκειμένου να μη δείξει άγνοια ή απλώς για να τελειώνει με το θέμα, αντί να πει, «δεν ξέρω, δεν έτυχε να ασχοληθώ, θα μάθω και θα σου πω», απαντά με ό,τι μισή πληροφορία θυμάται, ή απλώς εφευρίσκει απαντήσεις. Αυτή η βεβιασμένη παντογνωσία του γονέα είναι ίσως ο λόγος πολλών τραγικών παιδικών παρεξηγήσεων, που για κάποιους κρατάνε μια ζωή. Οι εναλλακτικές απαντήσεις, «γιατί έτσι» και «επειδή έτσι λέω εγώ» εξάλλου, δίνουν τέλος σε κάθε αμφισβήτηση.


Η αντίληψη ότι πρέπει να γνωρίζουμε τα πάντα, μας ακολουθεί μεγαλώνοντας. Καλλιεργείται από κάθε είδους «φιγούρα εξουσίας» και κοινωνικά πρότυπα. Γονείς, δάσκαλοι, πολιτικοί, δικηγόροι, δημοσιογράφοι, ιερείς, θεωρούνται δεδομένες αυθεντίες τόσο στον τομέα τους, όσο και σε οτιδήποτε εκφέρουν τη γνώμη τους. Η λογική πλάνη της προσφυγής στην αυθεντία, αντιστρέφεται σε λογικό επιχείρημα. Ακόμη όμως κι αν τολμήσει να ζητήσει κανείς τελικά αποδείξεις, από τις παραπάνω φιγούρες μόνο ο ιερέας μπορεί να υποστηρίξει κυριολεκτικά ό,τι θέλει ερμηνεύοντας τα ιερά του βιβλία και το δόγμα του. Έτσι, σχηματίζονται χιλιάδες θρησκείες, εκατομμύρια δόγματα, δισεκατομμύρια ερμηνείες. Σε όλο τον κόσμο διδάσκεται η ίδια φυσική και χημεία, αλλά όχι η ίδια θρησκεία. Και όλες έχουν ως επιχείρημα, «έτσι ερμηνεύω το ιερό μου βιβλίο». Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει ερώτηση στην οποία να μην μπορεί να απαντήσει ένας ιερέας, αφού και τα πιο δύσκολα ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν με ένα, «έχει σχέδιο ο θεός», ή ένα «είμαστε πολύ μικροί για να τα καταλάβουμε», αντίστοιχο του γονικού, «επειδή έτσι λέω εγώ». Εξάλλου, όσα δεν ξερει ο ιερέας, τα ξέρει ο Θεός. Βλέποντας τόση βεβαιότητα να εκφράζεται με τέτοια σοβαρότητα, ο πιστός νιώθει λίγος και ολιγόπιστος αν πει «δεν ξέρω». Από το πώς εμφανίστηκε το σύμπαν που ζούμε, μέχρι την πιθανότητα να μεταδίδει μικρόβια η ιερή του διαδικασία. Ξέρει αυτό που του λέει το δόγμα του. Κι αν νιώσει ότι δεν ξέρει, ρωτά έναν πνευματικό ηγέτη, κάνει μια προσευχή και παρακαλεί για ένα σημάδι. Ποιος ξέρει πόσες λάθος αποφάσεις έχουν παρθεί,επειδή κάποιος θεώρησε ότι δέχθηκε θεϊκή καθοδήγηση.
Πρέπει όμως να αντιληφθούμε ότι είμαστε απλώς άνθρωποι που η ζωή μας διαρκεί ελάχιστα, σ’ ένα άπειρο σύμπαν. Όσα κι αν διαβάσουμε ή βιώσουμε, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε τα πάντα και δεν μπορεί να έχουμε απαντήσεις για ολα. Γι’ αυτό υπάρχει εξειδίκευση στη γνώση, όσο πιο πολύπλοκη γίνεται αυτή. δεν ζούμε αρκετά για να προλάβουμε μάθουμε και να κατανοήσουμε λεπτομερώς περισσότερα. Όταν δεν γνωρίζουμε ή δεν είμαστε σίγουροι, δεν είναι καθόλου κακό να δηλώνουμε άγνοια. Το «δεν ξέρω», δεν είναι αδυναμία. Είναι ειλικρίνεια.

Έχοντας αναπτύξει ανθρώπινους και κοινωνικούς κώδικες, επικοινωνία και προπάντων λόγο, είναι πολύ πιθανό να κάνουμε λάθη στη συμπεριφορά μας και να βλάψουμε τους άλλους, με διάφορους τρόπους και για διάφορους λόγους. Πολλές φορές τα λάθη είναι αθέλητα, ακούσια. Άλλες φορές είναι υπολογισμένα, εγωιστικά, καταστροφικά. Σε κάθε περίπτωση, από τη στιγμή που αντιλαμβάνεται κανείς το λάθος στις πράξεις του, δεν έχει κανένα νόημα να το υπερασπίζεται. Όποιος υπερασπίζεται ένα λάθος, διαστρεβλώνει εσκεμμένα την αλήθεια, την πραγματικότητα. Αν έχει βλάψει κάποιον και το αντιλαμβάνεται, θα πρέπει να του ζητήσει ειλικρινά συγνώμη, να προσπαθήσει να επανορθώσει αν γίνεται, να μην το επαναλάβει. Είτε για λάθος συμπεριφορά απέναντι στο παιδί, τον γονιό, τον φίλο ή τον σύντροφο είτε για κάτι «ποινικά κολάσιμο», μια ειλικρινής συγνώμη δεν δείχνει μόνο μεταμέλεια, αλλά και θετική αλλαγή, ειλικρίνεια. Κάθε φορά που αντιλαμβάνεσαι και παραδέχεσαι ένα λάθος σου αντί να προσπαθείς να το δικαιολογήσεις και να το κουκουλώσεις, κάνεις ένα βήμα προς έναν καλύτερο εαυτό, δίνοντας κάτι θετικό στους άλλους. Το βλέμμα μεταμέλειας του «θύτη» μπορεί να ανακουφίσει το «θύμα» ψυχολογικά και ηθικά περισσότερο από οποιαδήποτε χρηματική αποζημίωση ή ποινη. Και αν υπάρξει συγχώρεση, θα είναι ουσιαστική και για τους δύο. «Με έθιξες, βλέπω ότι το μετάνιωσες ειλικρινά και ζητάς συγνώμη, σε συγχωρώ».
Η ιδέα των θρησκειών ότι ο καθένας ζητά συγχώρεση για τις πράξεις του από τον θεό του, χωρίς να χρειάζεται να ζητήσει ειλικρινά συγνώμη από «το θύμα», είναι παράλογη. Ειδικά όταν ο «θύτης» αφού πάρει άφεση αμαρτιών, επαναλαμβάνει τη λάθος συμπεριφορά του, ζητώντας και παίρνοντας κάθε φορά συγχώρεση από τον θεό του. Μια τέτοια συγνώμη είναι αποτελεσματική, όσο μια προσευχή για κάποιον που πνίγεται μπροστά σου. Ούτε την ευθύνη αναλαμβάνεις αν πνιγεί, ούτε κάνεις κάτι ουσιώδες για να τον βοηθήσεις.


Με ατελή εγκέφαλο και ανεπαρκή δεδομένα, είναι αναπόφευκτο να κάνουμε λάθη και μάλιστα συχνά. Να έχουμε λανθασμένη αντίληψη της πραγματικότητας, να βγάζουμε λάθος συμπεράσματα. Κάποια πράγματα δεν μαθαίνουμε ποτέ ότι τα ξέρουμε ή τα βλέπουμε λάθος. Κάποια λάθη όμως έρχεται η στιγμή που εντοπίζουμε, είτε λόγω περισσότερων δεδομένων, είτε λόγω καλύτερης ανάλυσης και κατανόησης των υπαρχόντων. Το συναίσθημα συνήθως δεν είναι ευχάριστο. Θεωρώντας ότι τα πρότυπα, οι γονείς μας, οι κυριαρχικές μορφές της ζωής μας, δεν κάνουν λάθος ποτέ, αν παραδεχθούμε εμείς ένα λάθος μας, δείχνουμε ανεπαρκείς και ανάξιοι μπροστά τους. Πρέπει να έχουμε πάντα δίκιο. Γι’ αυτό η αντίδραση των περισσότερων ανθρώπων μπροστά στο λάθος τους, ειδικά αν τους το καταδείξουν άλλοι, είναι άρνηση, άμυνα, δικαιολογίες. Αυτό μπορεί να το εξηγεί ο ανθρώπινος ψυχισμός, αλλά δεν παύει να είναι παράδοξο, επειδή αρνούμενοι ότι κάνουμε λάθη, ουσιαστικά αρνούμαστε τη φύση μας. Είναι σαν να λέμε, «είμαι τέλειος». Κανείς δεν είναι τέλειος όμως, ούτε θα μπορούσε να είναι. Όλοι κάνουμε λάθη, και τα λάθη δεν είναι αδυναμία, εκτός αν επαναλαμβάνονται. Αναγνωρίζοντας το λάθος μας και μάλιστα μπροστά στους άλλους, συμβαίνουν τουλάχιστον τρία πράγματα. Γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι, επειδή αναγνωρίζουμε το λάθος μας υπερνικώντας τον ξεροκέφαλο εγωισμό μας. Η αλήθεια επικρατεί του βολικού ψέματος ότι αυτό που κάναμε ήταν σωστό. Δίνουμε το «καλό παράδειγμα», αφού δεν καταφεύγουμε σε δικαιολογίες, ψέματα, υπεκφυγές, διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας. Και τέλος, αποκαθιστούμε μια λανθασμένη αντίληψή μας που ίσως μεταφέραμε και σε άλλους, ή είχε συνέπεια στις ζωές τους. 


Η παραδοχή του λάθους ίσως είναι εφικτή για όποιον μπορεί να προσαρμοστεί σε νέα δεδομένα, να θέλει να μάθει κάτι καινούριο. Δεν είναι όμως πάντα εφικτή για ανθρώπους της πίστης, ειδικά όταν υπερασπίζονται λάθη στα ιερά τους βιβλία και τα θεολογικά τους πιστεύω. Δεν ήταν εύκολο για τον χριστιανισμό να αποδεχθεί την Εξέλιξη των ειδών, μέχρι που οι αποδείξεις στο DNA έγιναν συντριπτικές. (Ακόμη και τότε βέβαια, βρέθηκε ο τρόπος να αλλάξει η ερμηνεία των Γραφών, ώστε να ταιριάξει με τα νέα δεδομένα, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση). Για κάποιους η Γη εξακολουθεί να είναι το πολύ 10.000 ετών, επειδή έτσι λέει η Βίβλος. Για δισεκατομμύρια άλλους, κάθε άνθρωπος έχει το κάρμα του και δεν μπορεί να κάνει τίποτε γι’ αυτό. Το ιερό ποτάμι γιατρεύει τα πάντα. Είναι διπλά δύσκολο να πεις «έκανα λάθος» ακυρώνοντας την πίστη σου, επειδή η πίστη δεν είναι μόνο άποψη, αλλά και ελπίδα, δύναμη, τρόπος ζωής. Ταυτόχρονα όμως, όταν τελικά το πεις, είναι πολύ ανακουφιστικό. Είναι πολύ μεγάλο το βάρος της ψευδαίσθησης που πρέπει να χτίζει ένας πιστός, όταν η πραγματικότητα έρχεται σε αντίφαση με την πίστη του. Είναι πολλά τα σημεία των ιερών βιβλίων του, που έρχονται σε άμεση αντίφαση τόσο μεταξύ τους όσο και με την πραγματικότητα. Κάποια κομμάτια της ζωής δεν ομορφαίνουν από το θεολογικό καλειδοσκόπιο και δεν εξηγούνται από τη μέσω των ιερών βιβλίων προσέγγισή τους. Η πίστη σε ένα ευχάριστο λάθος είναι μια φούσκα, που όσο τη εθελοτυφλείς και ζεις μέσα της, τόσο περισσότερο κινδυνεύεις να βρεθείς εκτεθειμένος στην πραγματικότητα, όταν σκάσει.