Όπως έχω ξαναγράψει, εδώ και μερικά χρόνια είμαι φροντιστής ανθρώπου με άνοια [1]. Η αναπόφευκτη κούραση, σωματική και προπάντων ψυχολογική, κάποιες στιγμές μπορεί να γίνει αφόρητη. Πριν από λίγους μήνες λοιπόν, βρέθηκα σε μια τέτοια φάση απόγνωσης και απελπισίας. Ένιωθα ότι δεν έχω τις ψυχικές δυνάμεις να συνεχίσω, ούτε όμως και την επιλογή να σταματήσω. Αδιέξοδο.
Αυτή τη φορά όμως, μου συνέβη κάτι εντελώς πρωτόγνωρο. Η εξάντλησή μου ήταν τόση, που ένιωθα πως δεν με ένοιαζε αν η ζωή μου τελείωνε εκείνη τη στιγμή. Προσέξτε, σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσα το τέλος μου. Απλώς ξαφνικά δεν είχα πλέον καμιά υπαρξιακή αγωνία. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, δεν φοβόμουν τον θάνατο. Για πρώτη φορά συνειδητοποιούσα πως το αναπόφευκτο τέλος όλων των ζωντανών πλασμάτων δεν είναι ούτε κατάρα, ούτε κατάληξη. Είναι η φυσική, «ιδανική» πορεία των πραγμάτων, δημιουργημένη και σχηματισμένη από την Εξέλιξη εκατομμυρίων ετών. Η ζωή κάνει τον απαραίτητο κύκλο της. Γεννιόμαστε, ακμάζουμε, φθίνουμε και τελικά φεύγουμε αφήνοντας χώρο και χρόνο για τους επόμενους. Σκεφτείτε πόσο στατικός και συντηρητικός θα ήταν ο κόσμος μας αν ζούσαμε (με αναγκαστικό έλεγχο του πληθυσμού) τριακόσια, χίλια, δύο χιλιάδες χρόνια. Πόσο πίσω θα μέναμε λόγω της έλλειψης φρεσκάδας και νέων ιδεών σε όλους τους τομείς. Πόσο θα βαριόμασταν και πόσο θα διαφωνούσαμε «με τους νέους» μεγαλώνοντας. Μια κοινωνία γερόντων, δεν είναι ποτέ μια ακμάζουσα κοινωνία.
Για πρώτη φορά η θεωρητική ως τώρα κατανόηση πως μακροπρόθεσμα τίποτε απολύτως δεν έχει σημασία, έγινε βαθιά συνειδητοποίηση, ωμή πραγματικότητα. Ό,τι έζησα, έφτιαξα, έμαθα, είναι ασήμαντες σταγόνες σ’ έναν αχανή ωκεανό. Ό,τι έχω είναι πρόσκαιρο, ύλη που θα αφήσω πίσω μου. Η παρουσία μου σ’ αυτή τη Γη θα επηρεάσει απειροελάχιστα τον κόσμο γύρω μου. Η ίδια η ύπαρξη ζωής στον πλανήτη μας δεν έχει καμία σημασία για κανέναν άλλον στο σύμπαν. Αν αύριο μας εξαϋλώσει όλους μια ηλιακή έκλαμψη θα είναι σαν να μην υπήρξαμε ποτέ. Οι ιδιότητες και οι εκδηλώσεις της ύλης δεν έχουν αντικειμενικό θετικό ή αρνητικό «πρόσημο», στόχο ή σκοπιμότητα. Οι νόμοι της φύσης αδιαφορούν για τα συναισθήματα και τα συμφέροντά μας. Ηφαίστεια, σεισμοί, κοσμικές εκρήξεις, μαύρες τρύπες, τα φυσικά φαινόμενα δεν είναι καλά ή κακά, χρήσιμα ή περιττά. Τεράστια κομμάτια του σύμπαντος «καταστρέφονται» και μεταλλάσσονται συνεχώς σε κάτι διαφορετικό. Ήλιοι γεννιούνται και πεθαίνουν, κοσμικές εκρήξεις εξαφανίζουν ηλιακά συστήματα, μαύρες τρύπες καταπίνουν γαλαξίες. Και το σύμπαν συνεχίζει αναμενόμενα αδιάφορο τον δρόμο του.
Ο κόσμος που ο καθένας μας ζει και αλληλεπιδρά όμως, δεν είναι όλος αυτός ο αχανής χωροχρονικός ωκεανός. Προφανώς, η ζωή του καθενός μας δεν εξυπηρετεί κάποιο κοσμικό νόημα ή σκοπό. Στην ασήμαντη κουκίδα που αναλογεί σε κάθε ον ξεχωριστά όμως, κάθε στιγμή έχει σημασία γι’ αυτό. Ειδικά για τον άνθρωπο με την πληθώρα των ιδεών, συναισθημάτων και προπάντων την κατανόηση της θνητότητάς του, η προσέγγιση στη ζωή είναι βαθύτερη, πολυπλοκότερη. Οι περισσότεροι ζωντανοί οργανισμοί φαίνονται να αρκούνται στο να καλύπτονται οι βασικές επιβίωσης και αναπαραγωγής τους. Δεν ανησυχούν για το απώτερο μέλλον. Ο άνθρωπος όμως έχει ένα απαιτητικό μυαλό που δεν σταματάει να θέλει, να ρωτάει. Και μια επίπλαστη επιθυμία για αθανασία, που γεμίζει τη σύντομη ζωή του με άγχη και ανησυχίες. Λέω επίπλαστη, γιατί η ιδέα της μετά θάνατον συνέχειας της νόησης, του «εγώ» μας, δεν είναι λογική, δεν στηρίζεται σε δεδομένα. Είναι ένας ευσεβής πόθος που ταΐζουν και εκμεταλλεύονται οι θρησκείες. Και ταυτόχρονα ένας μπαμπούλας που ελέγχει την επίγεια ζωή μας με απειλές για την «επόμενη». Όλα όμως δείχνουν ότι η αντίληψη, η προσωπικότητα, οι ιδέες, η συμπεριφορά μας, σχηματίζονται, εξελίσσονται και υπάρχουν στους νευρώνες του εγκεφάλου μας και χάνονται όταν σταματά τελικά η λειτουργία του. Αυτό ακούγεται στενάχωρο, ίσως και τρομακτικό επειδή αντί από παιδιά να εξοικειωνόμαστε με τον κύκλο της ζωής και να κατανοούμε την πραγματικότητα, μαθαίνουμε για ανθρώπους που «μας βλέπουν από τον ουρανό», «τους πήρε ο Θεός κοντά του», «έγιναν άγγελοι» και λοιπά. Ταυτόχρονα όμως μαθαίνουμε και για διαβόλους, δαίμονες, καζάνια, τιμωρίες. Η δυσάρεστη αλλά εντελώς φυσική πραγματικότητα του οριστικού τέλους κάθε ύπαρξης, δίνει βεβιασμένα τη θέση της στη φρίκη της πιθανότητας μιας αιώνιας μετά θάνατον κόλασης. Το «ανακουφιστικό» παραμύθι, γίνεται ιστορία τρόμου.
Αυτό που επιδιώκει συνειδητά ή όχι κάθε μορφή ζωής, είναι «να νιώθει καλά». Να βρίσκεται στην φυσιολογική χημική της ισορροπία. Προφανώς οι αισθήσεις και τα συναισθήματα είναι ηλεκτροχημικές αντιδράσεις στον εγκέφαλό μας που αντιλαμβανόμαστε μόνο εμείς οι ίδιοι και επηρεάζουν μόνο εμάς. Αυτό όμως δεν τα κάνει λιγότερο πραγματικά για τον καθένα μας. Βιώνουμε κάθε στιγμή της ζωής μας όπως την αντιλαμβάνεται το μυαλό μας και την αισθάνεται το σώμα μας. Δεν είμαστε κομπάρσοι, μαριονέτες ή κοσμικά πιόνια σ’ ένα παιχνίδι όπου αόρατα πνεύματα παίζουν με τις «ψυχές» μας. Είμαστε μια προσωρινή συνοχή σκεπτόμενης ύλης με αυτοσυνείδηση που προσπαθεί να ανακαλύψει όσο περισσότερη αλήθεια μπορεί για την πραγματικότητα με τις περιορισμένες δυνατότητές της. Γεννιόμαστε ζούμε, πεθαίνουμε και μαζί με τον εγκέφαλο, σβήνει και το «εγώ» μας. Είναι απόλυτα φυσικό, έχει συμβεί άπειρες φορές και θα συνεχίσει να συμβαίνει όσο υπάρχει ζωή.
Όταν λοιπόν καταβεβλημένος σταμάτησα να φοβάμαι τον θάνατο, εκτίμησα πραγματικά τη ζωή. Απαλλαγμένος από το βασανιστικό βάρος του φόβου, περπατώντας ένα μεσημέρι στον δρόμο κυριολεκτικά σταμάτησα να σκύβω το κεφάλι κοιτώντας μυωπικά, προσεκτικά, δυο μέτρα μπροστά μου, και σήκωσα το βλέμμα ψηλά. Παρατήρησα τη φύση, τον κόσμο γύρω μου. Τον ουρανό, τον ορίζοντα, τα κτίρια, τα βουνά, τη θάλασσα. Οι άνθρωποι απέκτησαν ένα ενδιαφέρον που είχα να αισθανθώ από παιδί. Και με αυτά, συνειδητοποίησα και κάτι ακόμη. Σε ένα σύμπαν που ακόμη και η ύλη που μας αποτελεί είναι δανεική, τα άπιαστα συναισθήματα και οι άυλες σκέψεις των ζωντανών όντων είναι τα μόνα πράγματα που έχουν πρόσκαιρη, αλλά τεράστια αξία. Η ευημερία, οι σχέσεις, οι ιδέες, οι ανακαλύψεις, οι δημιουργίες, οι συγκινήσεις, οι αναμνήσεις.
Πάνω από όλα όμως, αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι η σχέση μας με τους ανθρώπους που μας αγαπούν και τους αγαπάμε. Η αγάπη που κάνει τον άλλον προτεραιότητα, που δεν περιμένει ανταλλάγματα ή ανταμοιβές και δεν βάζει όρους, που είναι πιο δυνατή από την αυτοσυντήρηση, που τελικά αποδεικνύεται ανθρώπινη και όχι θεϊκή ιδιότητα. Αυτή η δύναμη που μας βοηθάει να χαιρόμαστε πολλαπλάσια τις καλές στιγμές, και μας κρατάει όρθιους στις πιο δύσκολες καταστάσεις. Μοναδική μας ελπίδα ως άνθρωποι αλλά και ως ανθρωπότητα, είναι η κατανόηση και η ενότητα, όχι η διαμάχη και ο ανταγωνισμός. Η βοήθεια έρχεται πάντα από τους γύρω μας. Και ο εγωισμός, ο εγωκεντρισμός, είναι ένας ανικανοποίητος, στενάχωρος και κακός σύμβουλος.
Παραπομπές: [1] Ο Θεός δεν ξεχνάει... https://losingod.blogspot.com/2023/03/blog-post.html
Η εικόνα δημιουργήθηκε στο https://creator.nightcafe.studio/